écharpe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écharpe | écharpes |
écharpe (fr) θηλυκό
- η σάρπα, το μαντήλι του λαιμού
ενικός | πληθυντικός |
écharpe | écharpes |
écharpe (fr) θηλυκό