Μετάβαση στο περιεχόμενο

écharpe

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
écharpe écharpes

écharpe (fr) θηλυκό