échauffourée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
échauffourée | échauffourées |
échauffourée (fr) θηλυκό
- il y a eu des échauffourées entre les forces de l'ordre et les manifestants
- έγιναν επεισόδια μεταξύ των σωμάτων ασφαλείας και των διαδηλωτών