échelon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- échelon < échelle
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
échelon | échelons |
échelon (fr) αρσενικό