Μετάβαση στο περιεχόμενο

échiquier

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
échiquier échiquiers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

échiquier (fr) αρσενικό

  1. η σκακιέρα
  2. το σχέδιο της σκακιέρας
    plan divisé en échiquier
    (εραλδική) écu divisé en échiquier

Συγγενικά

[επεξεργασία]