échouage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

échouage < échouer

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
échouage échouages

échouage (fr) αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) η επίτηδες προσάραξη ενός πλωτού μέσυ
    le chenal est signalisé pour éviter l'échouage des bateaux
    το πλωτό μέρος (π.χ. του ποταμού) έχει σηματοδοτηθεί ώστε να αποφευχθεί η προσάραξη των πλοίων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]