éclaircir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- éclaircir < λατινική exclaricire
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.klɛʁ.siʁ/
- ⓘ
Ρήμα[επεξεργασία]
éclaircir (fr)
- καθαρίζω
- λαμπικάρω
- ξεκαθαρίζω
- αραιώνω (σάλτσα)
- ανοίγω (χρώμα)