écluse
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
écluse | écluses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]écluse (fr) θηλυκό
- υδατοφράκτης, σύστημα θυρών σε ένα κανάλι (ποτάμι, κ.α.) που επιτρέπει να σταματάμε ή να αφήνουμε το νερό να κυλά ανάλογα με τις ανάγκες μας
- (ειδικότερα) σύστημα ανάβασης και κατάβασης πλοίων σε κανάλι, είδος ασανσέρ για πλοία