Μετάβαση στο περιεχόμενο

écluse

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
écluse écluses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

écluse (fr) θηλυκό

  1. υδατοφράκτης, σύστημα θυρών σε ένα κανάλι (ποτάμι, κ.α.) που επιτρέπει να σταματάμε ή να αφήνουμε το νερό να κυλά ανάλογα με τις ανάγκες μας
  2. (ειδικότερα) σύστημα ανάβασης και κατάβασης πλοίων σε κανάλι, είδος ασανσέρ για πλοία

Συγγενικά

[επεξεργασία]