éclusier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éclusier | éclusiers |
θηλυκό | éclusière | éclusières |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
éclusier (fr)
- φύλακας και χειριστής ενός υδατοφράκτη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη écluse