écologique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
écologique écologiques

écologique (fr)

Voiture écologique. Οικολογικό αυτοκίνητο (που αποβάλλει λίγα καυσαέρια).

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  écologie