écorce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écorce | écorces |
écorce (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
écorce | écorces |
écorce (fr) θηλυκό