écorché
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écorché < écorcher
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écorché | écorchés |
écorché (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που έχει γδαρθεί
écorché (fr) αρσενικό
- η προτομή ανθρώπου ή ζώου που χρησιμοποιείται ως πρότυπο για το σχέδιο των φοιτητών καλών τεχνών
- σχέδιο του εσωτερικού μιας μηχανής ή εγκατάστασης (χωρίς δηλαδή την εξωτερική τους επιφάνεια)
- → δείτε τη λέξη éclaté