écorché

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

écorché < écorcher

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /;;;/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
écorché écorchés

écorché (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός που έχει γδαρθεί

écorché (fr) αρσενικό

  1. η προτομή ανθρώπου ή ζώου που χρησιμοποιείται ως πρότυπο για το σχέδιο των φοιτητών καλών τεχνών
  2. σχέδιο του εσωτερικού μιας μηχανής ή εγκατάστασης (χωρίς δηλαδή την εξωτερική τους επιφάνεια)
    → δείτε τη λέξη  éclaté

Συγγενικά[επεξεργασία]