écosystème
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
écosystème | écosystèmes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- écosystème < (λόγιο δάνειο) αγγλική ecosystem. Μορφολογικά αναλύεται σε éco- + système
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]écosystème (fr) αρσενικό
- (βιολογία) το οικοσύστημα
Πηγές
[επεξεργασία]- écosystème - 9e édition (1992-), 9η έκδοση Dictionnaire de l’Académie française [Λεξικό της Γαλλικής Ακαδημίας] (στα γαλλικά - διαθέσιμες όλες οι εκδόσεις - abréviations)