écot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écot | écots |
écot (fr) αρσενικό
- μερίδιο που πληρώνει κάθε συνδαιτυμόνας σε γεύμα όπου τα έξοδα είναι κοινά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écot | écots |
écot (fr) αρσενικό