écot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. écot < φραγκική °scot (συμβολή)
  2. écot < φραγκική °scot (βλαστάρι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
écot écots

écot (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
écot écots

écot (fr) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]