écouteur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
écouteur | écouteurs |
écouteur (fr) αρσενικό
- το ακουστικό
ενικός | πληθυντικός |
écouteur | écouteurs |
écouteur (fr) αρσενικό