écouvillonnage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
écouvillonnage | écouvillonnages |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]écouvillonnage (fr) αρσενικό
- καθαρισμός με ένα ειδικό βουρτσάκι (→ δείτε τη λέξη écouvillon)