écrémage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écrémage | écrémages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
écrémage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
écrémage | écrémages |
écrémage (fr) αρσενικό