écrin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écrin | écrins |
écrin (fr) αρσενικό
- η θήκη (κοσμημάτων...)
ενικός | πληθυντικός |
écrin | écrins |
écrin (fr) αρσενικό