écrivassier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écrivassier < écrivasser
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écrivassier | écrivassiers |
θηλυκό | écrivassière | écrivassières |
écrivassier (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écrivassier | écrivassiers |
θηλυκό | écrivassière | écrivassières |
écrivassier (fr) αρσενικό
- (ειρωνικό) μέτριος συγγραφέας, χωρίς ταλέντο