Μετάβαση στο περιεχόμενο

écueil

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
écueil < escueil < οξιτανική escueyll < λατινική scopulus ( δείτε τη λέξη  σκόπελος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
écueil écueils

écueil (fr) αρσενικό

  1. ο ύφαλος ή ο σκόπελος
     συνώνυμα: brisant, récif
  2. (μεταφορικά) το πρόσκομμα
     συνώνυμα: danger, piège