écumant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écumant | écumants |
θηλυκό | écumante | écumantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
écumant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écumant | écumants |
θηλυκό | écumante | écumantes |
écumant (fr) αρσενικό