écumeux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écumeux | écumeux |
θηλυκό | écumeuse | écumeuses |
Επίθετο
[επεξεργασία]écumeux (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écumeux | écumeux |
θηλυκό | écumeuse | écumeuses |
écumeux (fr) αρσενικό