écusson
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écusson < escuchon < écu
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écusson | écussons |
écusson (fr) αρσενικό
- ο θυρεός, το σήμα
- ταμπέλα που φέρει οικόσημο
- (βιολογία) τμήμα του πίσω μέρους του θώρακα μερικών εντόμων
- μπόλι, μέρος του φλοιού με ένα μάτι, που τοποθετείται κάτω από τον φλοιό ενός άλλου φυτού