Μετάβαση στο περιεχόμενο

égalisation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
égalisation égalisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

égalisation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη égaler