égalité
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
égalité | égalités |
égalité (fr)
- ισότητα
- l'égalité des sexes - η ισότητα των φύλων
- 2+2=4 s'appelle une égalité - 2+2=4 λέγεται μια ισότητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη égaler