Μετάβαση στο περιεχόμενο

égalité

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
égalité égalités

égalité (fr)

  1. ισότητα
    l'égalité des sexes - η ισότητα των φύλων
    2+2=4 s'appelle une égalité - 2+2=4 λέγεται μια ισότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη égaler