égalitariste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- égalitariste < égalitarisme
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
égalitariste | égalitaristes |
égalitariste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- οπαδός ή εμπνευσμένος από την ολιστική ισότητα
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
égalitariste | égalitaristes |
égalitariste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- οπαδός ή εμπνευσμένος από την ολιστική ισότητα