égalitariste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

égalitariste < égalitarisme

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
égalitariste égalitaristes

égalitariste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. οπαδός ή εμπνευσμένος από την ολιστική ισότητα

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
égalitariste égalitaristes

égalitariste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. οπαδός ή εμπνευσμένος από την ολιστική ισότητα