Μετάβαση στο περιεχόμενο

égoïste

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
égoïste < λατινική ego

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ɡɔ.ist/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
égoïste égoïstes

égoïste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εγωιστικός, ιδιοτελής
     συνώνυμα: dur, égocentrique, égocentriste, intéressé, personnel

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
égoïste égoïstes

égoïste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο εγωιστής - η εγωίστρια
     συνώνυμα: individualiste

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]