Μετάβαση στο περιεχόμενο

égratignure

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
égratignure égratignures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

égratignure (fr) θηλυκό

  1. η γρατζουνιά
  2. η αμυχή