éjaculateur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
éjaculateur éjaculateurs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

éjaculateur (fr) αρσενικό

  1. ο εκσπερματιστής
    éjaculateur précoce - πρόωρος εκσπερματιστής

Συγγενικά[επεξεργασία]