éjaculateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
éjaculateur | éjaculateurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
éjaculateur (fr) αρσενικό
- ο εκσπερματιστής
- éjaculateur précoce - πρόωρος εκσπερματιστής