élévation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
élévation élévations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

élévation (fr) θηλυκό

  1. η ανύψωση, η ύψωση
  2. (τεχνικό σχέδιο) η μπροστινή όψη, η πρόσοψη