Μετάβαση στο περιεχόμενο

élargissement

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
élargissement < é- + large

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
élargissement élargissements

élargissement (fr) αρσενικό

  1. η διεύρυνση, η διαπλάτυνση
     συνώνυμα: agrandissement, développement, extension
     αντώνυμα: rétrécissement, diminution, restriction
  2. η ελευθέρωση ενός κρατουμένου
     συνώνυμα: libération, relaxation
     αντώνυμα: incarcération

Συγγενικά

[επεξεργασία]