électorat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.lɛk.tɔ.ʁa/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
électorat | électorats |
électorat (fr) αρσενικό
- το αξίωμα ενός ψηφοφόρου κατά την Αγία Αυτοκρατορία
- η επικράτεια αυτού του αξιωματούχου
- η ιδιότητα ενός ψηφοφόρου, η χρήση του δικαιώματος ψηφοφορίας
- το εκλογικό σώμα