électrice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.lɛk.tʁis/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
électrice < θηλυκό του électeur

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
électrice électrices

électrice (fr) θηλυκό