électrique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.lɛk.tʁik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
électrique électriques

électrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ηλεκτρικός
    le courant électrique - το ηλεκτρικό ρεύμα
  2. (για χρώματα) ελεκτρίκ
    bleu électrique - μπλε ελεκτρίκ