électrolyse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
électrolyse | électrolyses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
électrolyse (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
électrolyse | électrolyses |
électrolyse (fr) αρσενικό