électromagnétique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- électromagnétique < électro- + magnétique
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
électromagnétique | électromagnétiques |
électromagnétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό