élevé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | élevé | élevés |
θηλυκό | élevée | élevées |
Επίθετο
[επεξεργασία]élevé (fr)
Μετοχή
[επεξεργασία]élevé (fr)
- → δείτε τη λέξη élever
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | élevé | élevés |
θηλυκό | élevée | élevées |
élevé (fr)
élevé (fr)