élucidation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
élucidation | élucidations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
élucidation (fr) θηλυκό
- η εξιχνίαση, η διαλεύκανση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη élucider