Μετάβαση στο περιεχόμενο

élucidation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
élucidation élucidations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

élucidation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]