émancipation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- émancipation < λατινική emancipatio
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.mɑ̃.si.pa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
émancipation | émancipations |
émancipation (fr) θηλυκό