émarger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
émarger (fr)
- υπογράφω στο περιθώριο ενός συμβολαίου, κλπ.
- (συνηθισμένο) πληρώνομαι για τη δουλειά μου, παίρνω το μισθό μου
- αποκόπτω το περιθώριο (ή ένα μέρος του) ενός βιβλίου, φύλλου, κ.α.