énumération

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: enumeration
      ενικός         πληθυντικός  
énumération énumérations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

énumération (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]