énumération
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
énumération | énumérations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
énumération (fr) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη énumérer
Δείτε επίσης : enumeration |
ενικός | πληθυντικός |
énumération | énumérations |
énumération (fr) θηλυκό