éolienne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

éolienne, θηλυκό του éolien

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
éolienne éoliennes

éolienne (fr) θηλυκό

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
éolienne éoliennes

éolienne (fr) θηλυκό