épée
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- épée < παλαιά γαλλική espee
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
épée | épées |
épée (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
épée | épées |
épée (fr) θηλυκό