épaté
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | épaté | épatés |
θηλυκό | épatée | épatées |
épaté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | épaté | épatés |
θηλυκό | épatée | épatées |
épaté (fr)