Μετάβαση στο περιεχόμενο

épice

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
épice épices

épice (fr) θηλυκό