épicurisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.ky.ʁism/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épicurisme | épicurismes |
épicurisme (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
épicurisme | épicurismes |
épicurisme (fr) αρσενικό