épidémie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
épidémie épidémies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

épidémie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]