épidémie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épidémie | épidémies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
épidémie (fr) θηλυκό
- η επιδημία
ενικός | πληθυντικός |
épidémie | épidémies |
épidémie (fr) θηλυκό