épidémiologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.pi.de.mjɔ.lɔ.ʒi/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]épidémiologie (fr) θηλυκό
épidémiologie (fr) θηλυκό