épidémique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.de.mik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épidémique | épidémiques |
épidémique (fr) αρσενικό ή θηλυκό