épigone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épigone | épigones |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
épigone (fr) αρσενικό
- (λογοτεχνικό) διάδοχος, μιμητής (συνήθως σκωπτικά)
ενικός | πληθυντικός |
épigone | épigones |
épigone (fr) αρσενικό