épileptique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.lɛp.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épileptique | épileptiques |
épileptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
épileptique | épileptiques |
épileptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό